κλασικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλασικίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλασικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλασικίζω | κλασίκιζα | θα κλασικίζω | να κλασικίζω | κλασικίζοντας | |
β' ενικ. | κλασικίζεις | κλασίκιζες | θα κλασικίζεις | να κλασικίζεις | κλασίκιζε | |
γ' ενικ. | κλασικίζει | κλασίκιζε | θα κλασικίζει | να κλασικίζει | ||
α' πληθ. | κλασικίζουμε | κλασικίζαμε | θα κλασικίζουμε | να κλασικίζουμε | ||
β' πληθ. | κλασικίζετε | κλασικίζατε | θα κλασικίζετε | να κλασικίζετε | κλασικίζετε | |
γ' πληθ. | κλασικίζουν(ε) | κλασίκιζαν κλασικίζαν(ε) |
θα κλασικίζουν(ε) | να κλασικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλασίκισα | θα κλασικίσω | να κλασικίσω | κλασικίσει | ||
β' ενικ. | κλασίκισες | θα κλασικίσεις | να κλασικίσεις | κλασίκισε | ||
γ' ενικ. | κλασίκισε | θα κλασικίσει | να κλασικίσει | |||
α' πληθ. | κλασικίσαμε | θα κλασικίσουμε | να κλασικίσουμε | |||
β' πληθ. | κλασικίσατε | θα κλασικίσετε | να κλασικίσετε | κλασικίστε | ||
γ' πληθ. | κλασίκισαν κλασικίσαν(ε) |
θα κλασικίσουν(ε) | να κλασικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλασικίσει | είχα κλασικίσει | θα έχω κλασικίσει | να έχω κλασικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλασικίσει | είχες κλασικίσει | θα έχεις κλασικίσει | να έχεις κλασικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλασικίσει | είχε κλασικίσει | θα έχει κλασικίσει | να έχει κλασικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλασικίσει | είχαμε κλασικίσει | θα έχουμε κλασικίσει | να έχουμε κλασικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλασικίσει | είχατε κλασικίσει | θα έχετε κλασικίσει | να έχετε κλασικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλασικίσει | είχαν κλασικίσει | θα έχουν κλασικίσει | να έχουν κλασικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασικίζω
|