κλακέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλακέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του κλακαδόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλακέρ
|