Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλακέρ < γαλλική claqueur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλακέρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία