Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κλαδέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλαδεύω
  2. θα κλαδέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλαδεύω