κιτουρουμιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιτουρουμιάζω < κιτουρούμης
Ρήμα
επεξεργασίακιτουρουμιάζω
- (κρητικά) είμαι κατάκοιτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κιτουρουμιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014