κινητοποιήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακινητοποιήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινητοποιώ
- θα κινητοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινητοποιώ
κινητοποιήσω