κινητή περιουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κινητή περιουσία θηλυκό
- (οικονομία) (νομικός όρος) για περιουσία που δεν είναι κτηματική, αλλά αποτελείται από επιμέρους στοιχεία που μπορεί κάποιος να τα μεταφέρει