Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κινδυνεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινδυνεύω
  2. θα κινδυνεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινδυνεύω