κινδυνεύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακινδυνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κινδυνεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινδυνεύω
- θα κινδυνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινδυνεύω