κηλιδώσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακηλιδώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηλιδώνω
- θα κηλιδώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηλιδώνω
κηλιδώσετε