κηδεμονεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κηδεμονεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηδεμονεύω
- θα κηδεμονεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηδεμονεύω