κεφαλαιοποιήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κεφαλαιοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
- θα κεφαλαιοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεφαλαιοποιώ