Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κεφαλαιοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
  3. θα κεφαλαιοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεφαλαιοποιώ