κεφαλαιοποίησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλαιοποίησις: (μαρτυρείται από το 1861) [1] < κεφαλαιοποιῶ, κεφαλαιποιη- + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλαιοποίησις θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 541, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου