Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεσκέκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεσκέκι ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που παρασκευάζεται με ολονύχτιο βράσιμο μοσχαρίσιου κρέατος και σταριού
  2. προσφυγικό έθιμο κατά το οποίο παρασκευάζεται το κεσκέκι(1)

  Μεταφράσεις επεξεργασία