Ετυμολογία

επεξεργασία
κερκοφόρος πυρήνας < → δείτε τις λέξεις κερκοφόρος και πυρήνας {ετυ+}}

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κερκοφόρος πυρήνας αρσενικό