Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερδοφόρως < κερδοφόρος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

κερδοφόρως

  Μεταφράσεις επεξεργασία