κερδίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακερδίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κερδίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερδίζω
- θα κερδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερδίζω