Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κεραυνοβολήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
  2. θα κεραυνοβολήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεραυνοβολώ