κεραυνοβολήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κεραυνοβολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
- θα κεραυνοβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεραυνοβολώ