Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κεραυνοβολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
  3. θα κεραυνοβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεραυνοβολώ