Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κελαηδήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κελαηδώ
  2. θα κελαηδήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κελαηδώ