κελαηδήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κελαηδήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κελαηδώ
- θα κελαηδήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κελαηδώ
κελαηδήσουν