Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κβαντίζω < κβάντα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κβαντίζω

  • διαχωρίζω σε διακριτές ποσότητες ή βαθμίδες, βαθμονομώ