Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καψώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καψώνω
  2. θα καψώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καψώνω