Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καψώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καψώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καψώνω
  3. θα καψώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καψώνω