καφεσαντάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καφεσαντάν < γαλλική café chantant
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαφεσαντάν ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) καφωδείο
- ※ Ο άνδρας της δεν ήταν εκεί από καιρό, ταξίδευε! αυτός ήτανε άνθρωπος του καφεσαντάν και του γλεντιού! (Δημοσθένης Βουτυράς Όνειρο που δεν τελειώνει [διήγημα])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καφεσαντάν
|