κατ’ ιδίαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατ’ ιδίαν < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση επεξεργασία
κατ’ ιδίαν
- χωρίς να είναι κανένας άλλος παρών σε συζήτηση, συνάντηση κλπ., παρά μόνο τα δύο άτομα που τους αφορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατ’ ιδίαν
|