Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσαμπρόκος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσαμπρόκος αρσενικό

  1. σουβλί τσαγκάρη
  2. (μειωτικό) χαρακτηρισμός κοντού

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία