κατοχυρώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατοχυρώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοχυρώνω
- θα κατοχυρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοχυρώνω