Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατοπτεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοπτεύω
  2. θα κατοπτεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοπτεύω