κατοπτεύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατοπτεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοπτεύω
- θα κατοπτεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοπτεύω
κατοπτεύσετε