καταψηφίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταψηφίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταψηφίζω
- θα καταψηφίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταψηφίζω