καταχνιάζει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχνιάζει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακαταχνιάζει
- (απρόσωπο ρήμα) σκεπάζει η καταχνιά, η αραιή ομίχλη (μια περιοχή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταχνιάζει
|