καταχειροκροτήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταχειροκροτήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταχειροκροτώ
- θα καταχειροκροτήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταχειροκροτώ