καταφρόνεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφρόνεση < μεσαιωνική ελληνική καταφρόνεση < καταφρόνηση κατά το νέο συνοπτικό θέμα φρονε-[1] < αρχαία ελληνική καταφρόνησις. Δείτε και καταφρόνηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈfɾo.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φρό‐νε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταφρόνεση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα φρονε-
θέμα φρονη-
- → δείτε τη λέξη καταφρόνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταφρόνεση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταφρόνεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας