κατατροπώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατατροπώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατροπώνω
- θα κατατροπώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατροπώνω