Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατατροπώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατροπώνω
  2. θα κατατροπώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατροπώνω