Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατατρομάξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατρομάζω
  2. θα κατατρομάξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατρομάζω