Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατατρομάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατατρομάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατρομάζω
  3. θα κατατρομάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατρομάζω