κατατρομάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατατρομάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατατρομάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατρομάζω
- θα κατατρομάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατρομάζω