Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατασυκοφαντήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατασυκοφαντώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασυκοφαντώ
  3. θα κατασυκοφαντήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασυκοφαντώ