Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταστήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθιστώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθιστώ
  3. θα καταστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθιστώ