κατασκοπεύσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατασκοπεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκοπεύω
- θα κατασκοπεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκοπεύω