Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπολέμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καταπολέμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καταπολεμώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καταπολεμώ