Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταπολέμησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταπολεμώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταπολεμώ