Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καταπλακώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπλακώνω
  2. θα καταπλακώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπλακώνω