Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπίστευσις (μαρτυρείται από το 1840) [1] < ελληνιστική κοινή καταπιστεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταπίστευσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 528, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου