καταξιώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταξιώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταξιώνω
- θα καταξιώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταξιώνω
καταξιώσουν