Ετυμολογία

επεξεργασία
κατανίκησις (μαρτυρείται από το 1878) [1] < κατανικῶ, κατανικη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατανίκησις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 527, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου