κατακτήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατακτήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακτώ
- θα κατακτήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακτώ
κατακτήσουν