κατακρατήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατακρατήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακρατώ
- θα κατακρατήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακρατώ