κατακλύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατακλύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακλύζω
- θα κατακλύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακλύζω
κατακλύσουμε