κατακλέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατακλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατακλέβω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακλέβω
- θα κατακλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακλέβω