Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατακιτρίνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κατακιτρινίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κατακιτρινίζω